κυβιστητήρ

κυβιστητήρ
κυβιστητήρ
tumbler
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… …   Dictionary of Greek

  • κυβιστητῆρα — κυβιστητήρ tumbler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρας — κυβιστητήρ tumbler masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρε — κυβιστητήρ tumbler masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρες — κυβιστητήρ tumbler masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρι — κυβιστητήρ tumbler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρος — κυβιστητήρ tumbler masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητήρων — κυβιστητήρ tumbler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστής — κυβιστής, ὁ (AM) μσν. πιθ. κυβευτής αρχ. θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”